ληντ

ληντ
το
μουσ. στροφικό τραγούδι για μία ή περισσότερες φωνές, με ή χωρίς ρεφρέν, με οργανική συνοδεία ή όχι, με μεγάλη ποικιλία στην τεχνοτροπία, στη μορφή και στις διαστάσεις και με ιδιαίτερο τρόπο ένωσης τού στίχου με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. lied].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”